έναλος

έναλος
Μυθολογικό πρόσωπο, ήρωας της Λέσβου. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, οι Πενθιλίδες, πρώτοι άποικοι της Λέσβου, είχαν λάβει χρησμό ότι, για να επιτύχει ο αποικισμός τους έπρεπε, όταν θα συναντούσαν έναν ύφαλο που λεγόταν Μεσόγειος, να θυσιάσουν έναν ταύρο στον Ποσειδώνα και μία παρθένα στην Αμφιτρίτη και στις Νηρηίδες, την οποία έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα στις κόρες των εφτά αρχηγών της αποικίας· έτσι, διάλεξαν την κόρη του Φινέα ή του Σμινθέα. Ο Έ., όμως, ένας από τους οικιστές που αγαπούσε την κόρη, την αγκάλιασε τη στιγμή που εκείνη, στολισμένη με χρυσά κοσμήματα, ετοιμαζόταν να πέσει στη θάλασσα και έπεσε μαζί της. Σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, η κόρη σώθηκε από ένα δελφίνι και ο Έ. ανέβηκε στην επιφάνεια κρατώντας ένα χρυσό ποτήρι, που βρήκε στον βυθό της θάλασσας. Άλλη παράδοση αναφέρει ότι ο Έ. εμφανίστηκε αργότερα στη Λέσβο και διηγήθηκε πώς σώθηκαν και οι δύο από ένα δελφίνι.
* * *
ἔναλος, -ον (Α)
ενάλιος*, θαλάσσιος, θαλασσινός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἔναλος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔναλος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔναλον — ἔναλος masc/fem acc sg ἔναλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνάλοις — Ἔναλος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάλοις — ἔναλος masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνάλου — Ἔναλος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάλου — ἔναλος masc/fem/neut gen sg ἐνά̱λου , ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 2nd sg (attic epic doric aeolic) ἐνάλλομαι leap in aor ind mid 2nd sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνάλους — Ἔναλος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνάλους — ἔναλος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐνάλων — Ἔναλος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”